σχινοτρώκτης

σχινοτρώκτης
-ου και δωρ. τ. σχινοτρώκτας και, κατά το λεξ. Σούδα, σχινοτρώξ, -ῶγος, ὁ, Α
αυτός που μασά μαστίχα προκειμένου να λευκάνει τα δόντια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + τρώκλης / -τρώξ (< τρώγω), πρβλ. πτερνο-τρώκτης, φυλλοτρώξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχινοτρώκτας — σχινοτρώκτᾱς , σχινοτρώκτης one who chews mastich wood masc acc pl σχινοτρώκτᾱς , σχινοτρώκτης one who chews mastich wood masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχινοτρώκταν — σχινοτρώκτᾱν , σχινοτρώκτης one who chews mastich wood masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”